Η φορεσιά της Καπουτζήδας

Κωδικός Πόρου: 0054-1136
Συγγραφέας ή Δημιουργός: Δήμος Μάνδρας- Ειδυλλίας
Ημερομηνία Δημιουργίας: 09.2014
Εκδότης: Δήμος Μάνδρας - Ειδυλλίας
Η γλώσσα του περιεχομένου: Ελληνικά
Σχέση: Δεν έχει δηλωθεί σχέση για το συγκεκριμένο τεκμήριο
Λέξεις κλειδιά: Μακεδονίας, 0054-1136




Περιγραφή:

Στην Καπουτζήδα, ένα προάστιο νότια της Θεσσαλονίκης (σημερινή Πυλαία), δύσκολα βρίσκει κανείς ζαμανίσια φορέματα, αφού οι γυναίκες της Καπουτζήδας έβαζαν την καλύτερη φορεσιά τους κατά τον ενταφιασμό τους. Οι Καπουτζηδιανές έβαφαν τα μαλλιά που χρησιμοποιούσαν για την ύφανση των φορεμάτων τους με διάφορα έντονα χρώματα, όπως «τριανταφυλλί», γαλάζιο, πράσινο, «κίτερνο», «κιμπαμπένιο», «μόρκο» κτλ. Με αυτά τα μαλλιά στόλιζαν το σαγιά τους, ύφαιναν τη φούτα τους και τα παρδαλίσια της (ποδιά με κλωστές και φούντες που κρέμονταν) και ετοίμαζαν τα κορίτσια για την προίκα τους μαξιλάρες, βελέντζες, κιλίμια, πετσέτες και άλλα.

Η φορεσιά της Καπουτζήδας αποτελείται από τη φανέλα με τα πλεχτά μανίκια, το π(ου)κάμ(ι)σου, το σαγιά, το μάλλινο ζωνάρι, τη φούτα, το χρυσοκέντητο ζουνάρι, τη γούνα, τις κάλτσες ή σκουφούνια, τις παντόφλες ή γαλέντζες. Επίσης ο κεφαλόδεσμος, η κουκούλα όπως ονομαζόταν, σχηματιζόταν με το τουλπάνι, το τσεμπέρι, το πισκίρι ή κάρπα και την άκρη. Τα κοσμήματα της φορεσιάς ήταν οι αλυσίδες με τα φλουριά, το κλεικουτήρι, το σουργούτς ή λούδι, τα κρεματσούλια, τα μπελετζίκια και τα δαχτυλίδια.

Η φανέλα φοριόταν κατάσαρκα από τις γυναίκες και ήταν ραμμένη από άσπρο, μάλλινο ύφασμα «φινιμένου» από τις ίδιες. Στις ζαμανίσιες φανέλες έραβαν εσωτερικά στη λαιμόκοψη και την τραχηλιά ένα ρέλι, ενώ προς το τέλος της εμφάνισης της φορεσιάς, την κεντούσαν με χρωματιστές κλωστές και την έραβαν στη μηχανή.

Το π(ου)κάμ(ι)σου ήταν χοντρό, άσπρο, βαμβακερό ύφασμα στο ίδιο σχήμα με τη φανέλα και φοριόταν πάνω από αυτήν. Ήταν κεντημένο σε όλα τα σημεία που άφηνε ο σαγιάς να φανούν, με μετρητά κεντήματα από μεταξωτές κλωστές και μάλλινα νήματα. Το άνοιγμα της τραχηλιάς ήταν κεντημένο με καρίκωμα (είδος πλέξης με βελόνι) και έκλεινε με δύο κορδονάκια που είχαν φούντες στην άκρη. Άλλα σχέδια που συναντήθηκαν στα πουκάμισα της περιοχής είναι η σκλόπετρα, το κουμπαγούδι, το κλωναρούδι της Φάκαινας, η γκαργκίτικη (σχέδιο από άλλο χωριό), το γλαστρούδι, το κλωναρούδι, το μπαλιτσιρούδι και άλλα πολλά.

Ο σαγιάς έμπαινε πάνω από το ποκάμισο της φορεσιάς, αφήνοντας όμως ακάλυπτα τα σημεία που υπήρχε ύφανση και κεντημένο σχέδιο στο ποκάμισο. Ήταν ραμμένος με βαμβακερό ύφασμα, κατακόρυφα ανοιχτός μπροστά και τα μανίκια του ήταν έως τον αγκώνα, όμως πάντα κοντύτερα από του ποκαμίσου. Το ύφασμα του περνούσε από ειδική επεξεργασία –βάψιμο και κέρωμα- για γίνει γυαλιστερό, σαν αδιάβροχο. Οι σαγιάδες είχαν διάφορα χρώματα ανάλογα με την ηλικία, την οικογενειακή κατάσταση και την περίσταση. Συνήθως στολίζονταν με κεντήματα στην τραχηλιά, στις ραφές των ώμων και των μανικιών, στις ποδιές, γύρω στον ποδόγυρο, και στην τσέπη. Από το είδος των κεντημάτων που φέρουν παίρνουν και την ονομασία τους: ο τλικουστός, ο φουντωτός, ο ταβανωτός. Τυπικά, για το σαγιά της Καπουτζήδας, σχέδια είναι οι ρόκες –μικρές και μεγάλες- και τ’ αστρούδια, τα οποία γίνονταν με χρωματιστά μετάξια και έμπαιναν σε συγκεκριμένα σημεία επάνω στο σαγιά. Οι σαγιάδες των μικρών κοριτσιώνήταν άσπροι, σκέτοι και ονομάζονταν σεγούδια. Μεγαλώνοντας έβαζαν τους ταβανωτούς, που ήταν κεντημένοι με μεγάλα τετράγωνα σχήματα –πολλές φορές τον έβαζαν και μετά το γάμο τους. Ο φουντωτός ήταν ο καλός σαγιάς, ο γιορτινός, και ήταν συνήθως σκούρος με πολύχρωμα στολισμένες ποδιές και μεταξωτά φλόκια. Ο νυφικός σαγιάς ήταν ο τλικουστός, ο οποίος ήταν πάντα πράσινος και είχε κέντημα στις ποδιές, γιατί οι μελλόνυμφες τον φορούσαν δίχως φούτα τη μέρα του γάμου τους. Για να μην ανοίγουν οι ποδιές τους, τις έραβαν με χρυσή κλωστή.

Το ζουνάρι τοποθετούταν πάνω από το σαγιά , ήταν υφαντό και αυτό κόκκινο, μάλλινο, στολισμένο με τις μάννες. Είχε μάκρος τόσο , όσο να γυρίζει δυο φορές στη μέση της Καπουτζηδιανής.

Η φούτα (ποδιά) ήταν απαραίτητο αξεσουάρ της Καπουτζηδιανής τις καθημερινές και τις γιορτές. Η ζαμανίσια φούτα ήταν μάλλινη, υφαντή και στο επάνω μέρος της έχει μάλλινα κορδόνια, τις μπραστήλες.

Το χρυσοκέντητο ζουνάρι έμπαινε πάνω από το μάλλινο και τη φούτα και έκλεινε μπροστά με το ασημένιο κλεικουτήρι.

Η γούνα φοριόταν το χειμώνα πάνω από το σαγιά καθημερινές και γιορτές, γι’ αυτό είχαν δύο γούνες. Ήταν ραμμένη από βυσσινί τσόχα, δεν είχε ποτέ μανίκια και έφτανε ως τη μέση, σαν γιλέκο. Ήταν φοδραρισμένη εσωτερικά με άσπρη προβιά αρνιού και έχει μαύρη πρόβια στο γύρο του λαιμού και στην τραχηλιά και είχε κεντήματα στα τελειώματα του ρούχου. Οι καλές τους γούνες ήταν κεντημένες με ξαφιά ή σερμάδες.

Τα σκουφούνια ή κάλτσες ήταν πλεγμένα πάντα από τις ίδιες τις γυναίκες. Τα χειμωνιάτικα ήταν μάλλινα άσπρα ή μαύρα, πάντα πλούσια κεντημένα, όπως και οι βαμβακερές άσπρες κάλτσες.

Παπούτσια δεν φορούσαν ήταν ξυπόλυτες. Σε πιο σύγχρονα χρόνια φορούσαν παντόφλες και γαλέντζες.

Στο κεφάλι, χώριζαν τα μαλλιά τους σε δύο ίσα μέρη και έπλεκαν κοτσίδες. Η κουκούλα που τα σκέπαζε αποτελούταν από τρία μαντήλια: το τουλπάνι, το τσεμπέρι, το πισκίρι ή κάρπα και μια ολοκέντητη ταινία, την άκρη. Το τουλπάνι ήταν ένα άσπρο, τετράγωνο μαντήλι που χρησιμοποιούσαν τριγωνικά διπλωμένο, σφιχτά για να συγκρατεί τα μαλλιά τους. Το τσεμπέρι ήταν επίσης τετράγωνο, αλλά σταμπωτό μαντήλι και προετοίμαζε το σχήμα του κεφαλόδεσμου, συγκρατώντας το πισκίρι που έμπαινε πάνω από αυτό. Το πισκίρι ή κάρπα ήταν ένα μεγάλο ορθογώνιο μαντήλι κεντημένο στις τρεις γωνίες του, και από τις δύο πλευρές του, με πολύχρωμα σκούρα κεντήματα, ενώ στην τέταρτη γωνία του είχε κρόσσια και φούντες από τις κλωστές του κεντήματος.

Για τον κεφαλόδεσμο, τα μαλλιά τουςήταν χωρισμένα σε δύο μέρη και πλεγμένα κοτσίδες. Ο τρόπος που έφτιαχναν τον κεφαλόδεσμο ονομαζόταν κουκούλα και αποτελούταν από τρία μαντήλια –το τουλπάνι, το τσεμπέρι, το πισκίρι ή την κάρπα και μια ολοκέντητη ταινία, την άκρη.

Το τουλπάνι είναι το άσπρο, τετράγωνο μαντήλι που χρησιμοποιούσαν τριγωνικά διπλωμένο για να καλύπτουν όλα τα μαλλιά και να τα σφίγγουν για να σταθούν καλύτερα όλα τα υπόλοιπα κομμάτια του κεφαλόδεσμου, της κουκούλας.

Το τσεμπέρι ήταν ένα άσπρο, τετράγωνο, σταμπωτό μαντήλι που έδινε το σχήμα του κεφαλόδεσμου και συγκρατούσε το πισκίρι.

Το πισκίρι ή κάρπα ήταν ένα μεγάλο, ορθογώνιο μαντήλι, συνήθως κεντημένο στις τρεις του γωνίες και από τις δύο πλευρές με πολύχρωμα, σκούρα κεντήματα. Τοποθετούταν πάνω από το τσεμπέρι, με την ακέντητη γωνία να πέφτει στο μέτωπο.

Η άκρη ήταν μια άσπρη ή κόκκινη λωρίδα, στενή και μακριά. Είχε κεντημένα στο κέντρο της, που φαινόταν στο μέτωπο, γεωμετρικά σχέδια από πολύχρωμα μετάξια. Η κρεμάστρα με τα μήλα ή το μελούσι στόλιζαν το κεντρικό ύφασμα της άκρης, ενώ το τελείωμα των κλωστών κατέληγε σε δύο φούντες που έφτανα ως τον ποδόγυρο. Η άκρη περνούσε και κάτω από το σαγόνι, συγκρατώντας έτσι τον κεφαλόδεσμο πάντα στη θέση του.

Τα κοσμήματα της Καπουτζήδας φορεσιάς ήταν οι αλυσίδες με τα φλουριά και τις ντούμπλες, το κλεικουτήρι που έκλεινε το ζουνάρι, το σουργούτς ή λούδι (νυφικό κόσμημα), τα κρεματσούλια (σκουλαρίκια με πετράδια και αλυσίδες σε βυζαντινά πρότυπα), τα μπελετζίκια και τα δαχτυλίδια της.